Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

cause a fight


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο cause παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: a | fight
Σε αυτή τη σελίδα: cause, cuz

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cause n (causation)αιτία ουσ θηλ
  αίτιο ουσ ουδ
 I heard there was a house fire in the next street; does anyone know the cause?
cause of [sth] n (causation of)αιτία του/της ουσ θηλ
  αίτιο του/της ουσ ουδ
  αφορμή του/της ουσ θηλ
 A spark was the cause of the explosion.
 Μία σπίθα ήταν η αιτία της έκρηξης.
cause for [sth] n (reason)λόγος για κτ έκφρ
  (για κάτι θετικό)ευκαιρία για κτ έκφρ
 Your exam results are cause for celebration!
 Τα αποτελέσματα των εξετάσεών σου είναι λόγος χαράς!
cause n (ideal)σκοπός ουσ αρσ
  (μεταφορικά)αγώνας ουσ αρσ
 The students are volunteering for a good cause.
 Οι σπουδαστές δουελεύουν εθελοντικά για έναν καλό σκοπό.
cause n (sufficient motivation)σκοπός, λόγος ουσ αρσ
 The suspect must show that he acted for good cause.
 Ο ύποπτος πρέπει να αποδείξει πως ενέργησε για καλό σκοπό.
cause [sth] vtr (bring about)προκαλώ ρ μ
  (επίσημο)επιφέρω, προξενώ ρ μ
 High inflation caused a panic in the market.
 Ο υψηλός πληθωρισμός προκάλεσε πανικό στην αγορά.
cause [sb/sth] to do [sth] vtr (prompt)αναγκάζω κπ να κάνει κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω κπ να κάνει κτ περίφρ
 The cat ran out into the road, causing Ellen to swerve and crash the car.
 Η γάτα έτρεξε στον δρόμο, αναγκάζοντάς την Έλεν να στρίψει απότομα και να τρακάρει το αυτοκίνητο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cause n (subject)θέμα, αντικείμενο ουσ ουδ
  αιτία, αφορμή ουσ θηλ
 The couple's marriage has been the cause of much gossip.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cuz,
'cuz,
'cause,
also UK: cos,
'cos
conj
slang, abbreviation (because)επειδή, γιατί σύνδ
 I'm not telling Marcus our secret cuz I don't trust him.
cuz,
also UK: coz
n
slang (cousin)ξάδερφος, ξαδέρφη ουσ αρσ, ουσ θηλ
  ξάδελφος, ξαδέλφη ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (παλαιότερος τύπος)εξάδελφος, εξαδέλφη ουσ αρσ, ουσ θηλ
 My little cuz, who's 6, is going to be my bridesmaid.
cuz n US, slang (friend)φίλος, φίλη ουσ αρσ, ουρ θηλ
  (καθομιλουμένη)φιλαράκι ουσ ουδ
 Hey cuz, how are you doing?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
cause | cuz
ΑγγλικάΕλληνικά
cause a flap v expr figurative, informal, UK (create a fuss, commotion)προκαλώ αναστάτωση περίφρ
  προκαλώ χάος, προκαλώ χαμό περίφρ
cause a stir v expr informal (arouse excitement)προξενώ ταραχή, προξενώ αναταραχή, προκαλώ ταραχή, προκαλώ αναταραχή περίφρ
  προξενώ αναστάτωση, προκαλώ αναστάτωση περίφρ
  (καθομιλουμένη)προκαλώ αναμπουμπούλα, προξενώ αναμπουμπούλα περίφρ
cause and effect n (principle of causality)αίτιο και αποτέλεσμα φρ ως ουσ ουδ
  αίτιο και αιτιατό φρ ως ουσ ουδ
 The law of cause and effect (Karma) is an important principle in Buddhism.
cause [sb] anguish,
cause anguish to [sb]
vtr + n
(torment) (μεταφορικά)βασανίζω ρ μ
 The thought of her son fighting in a war so far away caused Cindy untold anguish.
cause celebre,
cause célèbre
n
French (controversial issue)αμφιλεγόμενη υπόθεση έκφρ
  επίμαχο ζήτημα έκφρ
 Gun control has become a cause célèbre.
cause célèbre Gallicism (famous issue)μεγάλο θέμα επίθ + ουσ ουδ
  σημαντικό ζήτημα επίθ + ουσ ουδ
cause confusion vtr + n (make [sth] unclear)προκαλώ σύγχυση, προξενώ σύγχυση ρ μ + ουσ θηλ
cause for alarm n ([sth] that creates panic)αιτία πανικού ουσ θηλ
 Even though the pilot said that there was no cause for alarm, the turbulence made all the passengers nervous.
cause harm vtr + n (do damage or hurt)βλάπτω ρ μ
  προξενώ βλάβη, προκαλώ βλάβη περίφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω κακό περίφρ
  κάνω ζημιά περίφρ
cause inflammation vtr + n (produce swelling)προκαλώ φλεγμονή ρ εκφρ
 If you don't keep that wound clean, the germs will cause infection and inflammation.
 Αν δεν κρατήσεις αυτή την πληγή καθαρή, τα μικρόβια θα προκαλέσουν μόλυνση και φλεγμονή.
cause interference vtr + n (confuse radio, etc., signals)προκαλώ παρεμβολές ρ εκφρ
 Lightning storms cause interference with my TV reception.
cause of death n (medical reason [sb] has died)αιτία θανάτου φρ ως ουσ θηλ
 An autopsy may be necessary to discover the cause of death.
cause [sb] pain,
cause pain to [sb]
vtr + n
(hurt physically)προκαλώ πόνο ρ εκφρ
 As a nurse, I sometimes had to perform procedures that caused people pain.
cause [sb] pain,
cause pain to [sb]
vtr + n
(torment, hurt emotionally)πληγώνω συναισθηματικά έκφρ
 Although I didn't want to cause him pain, I felt that I had no choice but to tell him about his wife's infidelity.
cause trouble vtr + n (create problems)δημιουργώ πρόβλημα έκφρ
  δημιουργώ καταστάσεις έκφρ
 The virus has been causing trouble for computer systems all over the world.
for a good cause expr (for charity, etc.)για καλό σκοπό έκφρ
a good cause n (charitable activity)ένας καλός σκοπός φρ ως ουσ αρσ
great cause n ([sb], [sth]: deserves charity)ευγενής σκοπός έκφρ
lost cause n ([sb], [sth] hopeless) (το γεγονός)χαμένη υπόθεση επίθ + ουσ θηλ
  χαμένο παιχνίδι επίθ + ουσ ουδ
  (αυτό που κάνω)μάταιος κόπος, άδικος κόπος επίθ + ουσ αρσ
  (το άτομο)ξεγραμμένος, χαμένος μτχ πρκ
 We may as well give up on the plan; it's a lost cause.
make common cause with [sb] v expr (join forces)συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπ ρ αμ + πρόθ
  ενώνω τις δυνάμεις μου με κπ περίφρ
  ενώνομαι με κπ ρ αμ + πρόθ
 The union made common cause with the government in an effort to keep the factory from leaving town.
probable cause n (likely reason)πιθανή αιτία ουσ θηλ
 Without probable cause, much less a warrant, the police were unable to search the suspect's car, where they were sure he kept some drugs.
 Χωρίς πιθανή αιτία, πολύ λιγότερο ένταλμα, η αστυνομία δεν μπορούσε να ερευνήσει το αυτοκίνητο του υπόπτου, όπου φύλαγε, ήταν βέβαιοι, αρκετά ναρκωτικά.
probable cause n (law: evidence to justify arrest)πιθανή αιτία ουσ θηλ
 The blood-stained shirt gave the detectives probable cause to arrest the suspected killer.
reasonable and probable cause n (law: evidence to justify arrest)εύλογη και πιθανή αιτία φρ ως ουσ θηλ
root cause n (origin)αιτία ουσ θηλ
 The root cause of most of the world's problems is overpopulation.
take up the cause v expr (embrace an idea, purpose)στηρίζω ρ μ
  υπερασπίζομαι ρ μ
  ασπάζομαι ρ μ
  ενστερνίζομαι ρ μ
Σχόλιο: Ακολουθείται από κατάλληλο ουσιαστικό: τον αγώνα, την υπόθεση, την προσπάθεια κλπ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cause a fight στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cause a fight».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!